- ψυχεμπορικός
- -ή, -όν, Α [ψυχέμπορος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψυχέμπορο2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ψυχεμπορική(ενν. τέχνη) η τέχνη τού ψυχεμπόρου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψυχεμπορικῆς — ψυχεμπορικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)